- παραμέσα
- επίρρ. τοπ. ακόμη πιο μέσα, περισσότερο προς το εσωτερικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραμέσα — επίρρ. τοπ., πιο μέσα: Πήγαινε παραμέσα, να μη σε βρει καμιά σφαίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράμεσα — παράμεσος next the middle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραέξω — επίρρ. τοπ., πιο έξω (αντίθ. παραμέσα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)